Στην αρχή, πολλοί πίστεψαν πως ήταν κάτι παροδικό. Σήμερα, έναν χρόνο μετά τις πρώτες καραντίνες και πια με την προσμονή ότι αυτές που είναι τώρα σε ισχύ θα είναι -χάρη και στους μαζικούς εμβολιασμούς- οι τελευταίες, ο προβληματισμός περισσεύει για το πώς θα πρέπει να είναι το εργασιακό τοπίο της επόμενης ημέρας.

Μέσα στους τελευταίους 12 μήνες άλλαξαν ήδη πολλά. Πολλοί έχασαν τη δουλειά τους, ενώ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού πέρασε -σε όσους κλάδους ήταν εφικτό- σε καθεστώς τηλεργασίας, σε πρωτοφανή κλίμακα για τα έως τώρα δεδομένα.

«Πήραμε πολλά μαθήματα», παρατηρεί το CNN. «Ότι οι συσκέψεις δεν είναι πάντα τόσο αναγκαίες, ότι το κλασικό 8ωρο ίσως να μην είναι η καλύτερη επιλογή για όλους, ότι το να είναι κανείς παρών σε ένα γραφείο, δεν συνεπάγεται ότι είναι και παραγωγικός».

«Δεν οδεύουμε πίσω στην κανονικότητα, αλλά προς μία νέα», παρατηρεί στην The Harvard Gazette ο Τζόζεφ Μπ. Φούλερ, καθηγητής στη Σχολή Διοίκηση Επιχειρήσεων του πανεπιστημίου Χάρβαρντ (HBS).

«Για πολλές επιχειρήσεις», επισημαίνει, «αυτό σημαίνει αλλαγές στις εργασιακές πρακτικές, στις προσδοκίες των εργαζομένων και στο πώς οι εργοδότες μαθαίνουν αναγκαστικά τι πρέπει να κάνουν για να είναι πιο αποτελεσματικοί, αποδοτικοί και ελκυστικοί». 

Νέες προκλήσεις

«Μία από τις πρώτες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις» με το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, επισημαίνει το HBS, «θα είναι εάν θα αξιώσουν από τους υπαλλήλους τους να έχουν εμβολιαστεί, προτού επιστρέψουν στις θέσεις εργασίας τους».

«Για διάφορους λόγους, δεν θα είναι όλοι πρόθυμοι να το κάνουν», », υπογραμμίζεται στο σχετικό άρθρο, «αφήνοντας έτσι τους εργοδότες με το δίλημμα πώς θα προστατέψουν το εργατικό δυναμικό και τους πελάτες τους, χωρίς να παραβιάσουν τη νομοθεσία περί ατομικών δικαιωμάτων».

Όπως δείχνουν πάντως έρευνες, βασικό ερώτημα ήταν και παραμένει πόσες εταιρείες και πόσοι εργαζόμενοι θα επιστρέψουν τελικά στο κλασσικό εργασιακό μοντέλο. 

Ορισμένες επιχειρήσεις προγραμματίζουν ολική επαναφορά στο καθεστώς προ πανδημίας. Άλλες σκοπεύουν να υιοθετήσουν 100% το μοντέλο της τηλεργασίας. Πολλές, συμπεριλαμβανομένων τεχνολογικών κολοσσών, όπως το Facebook και η Microsoft, έχουν επιλέξει υβριδικά μοντέλα, παρέχοντας στους υπαλλήλους τους τη δυνατότητα να επιλέγουν εάν και πότε θα δουλεύουν από το σπίτι ή στο γραφείο.

Ο αναλυτής Άντριου Χιούιτ της εταιρείας ερευνών αγοράς Forrester εκτιμά ότι οι τάσεις αυτές θα διαμορφωθούν σε 30% (επιστροφή στα γραφεία), 10% (καθολική τηλεργασία) και 60% (μικτό μοντέλο) αντίστοιχα. Πολλοί πελάτες της εταιρείας του, αναφέρει, επεξεργάζονται εδώ και καιρό σχέδια να μειώσουν κατά 30-50% τους χώρους των γραφείων τους.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι διαθέσεις εργοδοτών και εργαζομένων συμβαδίζουν.

Έρευνα της PwC σε 1.200 υπαλλήλους γραφείου στις ΗΠΑ, οι οποίοι είναι σε τηλεργασία λόγω περιοριστικών μέτρων,  κατέδειξε ότι – όταν με το καλό η πανδημία υποχωρήσει – το 29% εξ αυτών θέλει να συνεχίσει να δουλεύει εξ αποστάσεως πέντε ημέρες την εβδομάδα και το 55% τουλάχιστον τρεις.

Παράλληλη έρευνα, της ίδιας εταιρείας, σε στελέχη επιχειρήσεων κατέγραψε ότι σε ποσοστό 68% θεωρούν πως οι υπάλληλοι πρέπει να δουλεύουν τουλάχιστον τρεις ημέρες την εβδομάδα στο γραφείο, για να διατηρηθεί η εταιρική κουλτούρα. Ένα 65% εξακολουθεί να συνδέει την παρουσία των υπαλλήλων στο γραφείο με την αυξημένη απόδοση. 

Περίοδος αναπροσαρμογών

Μία μεγάλη πρόκληση στα υβριδικά μοντέλα, τονίζουν ειδικοί, θα έχει να κάνει με την εξισορρόπηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων.

Πολλοί μιλούν για μισθολογικές αναπροσαρμογές προς τα κάτω για τους τηλεργαζόμενους. Άλλοι αντιπαραβάλλουν τις περιορισμένες δυνατότητες επαγγελματικής ανέλιξής τους.

Οι εργοδότες θα μπορούσαν επίσης να γίνουν πιο αυστηροί σε ορισμένους όρους για την παροχή τηλεργασίας, τονίζει στο CNN ο Άντριου Χιούιτ, όπως π.χ. να έχουν εξασφαλίσει ότι, κατά την παροχή εξ αποστάσεως υπηρεσιών, θα έχουν αποδεδειγμένα εξασφαλίσει τη φροντίδα των παιδιών τους από τρίτους, ώστε αυτά να μην τους απασχολούν εν ώρα εργασίας. 

Σε κάθε περίπτωση, «οι εταιρείες δεν θα πρέπει να παραβλέψουν ότι η ευημερία θα πρέπει να αποτελέσει έναν από τους βασικούς γνώμονες στη λήψη αποφάσεων για τον τρόπο που θα επαναλειτουργήσουν», τονίζει η Άσλεϊ Β. Γουίλαν της HBS, ψυχολόγος με ειδίκευση στη Γνωστική Συμπεριφορική και επικεφαλής πρόσφατης έρευνας σε 89 χώρες για το πώς η πανδημία επηρεάζει τον χώρο εργασίας.

«Θα ήθελα να υπογραμμίσω το πόσο σημαντικό είναι οι εταιρείες να μην παραβλέπουν τις ανησυχίες των εργαζομένων για την υγεία και την ασφάλειά τους», εξηγεί, «καθώς οι εξαντλημένοι εργαζόμενοι θα είναι λιγότερο παραγωγικοί και πιο πιθανοί υποψήφιοι να υποβάλουν παραίτηση στο μέλλον».

Το μοντέλο των τεσσάρων ημερών

Κατά τον καθηγητή Φούλερ της Σχολής Διοίκηση Επιχειρήσεων του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, πολλές από τις βιομηχανίες που βασίζονται στη χρήση τεχνολογίας θα προσανατολιστούν τώρα στην τετραήμερη εβδομαδιαία εργασία, σε δραστικό περιορισμό των ταξιδιών για εταιρικές δραστηριότητες και σε αλλαγές στον υπολογισμό αδειών, βάσει προϋπηρεσίας, δίνοντας – κατά το πρότυπο της Σίλικον Βάλεϊ – στον εργαζόμενο τη δυνατότητα να καθορίζει τις ημέρες και ώρες εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει ολοκληρώσει τη δουλειά που έχει αναλάβει.

Ειδικά η ιδέα της τετραήμερης εβδομαδιαίας εργασίας κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος, σε πολλές χώρες: από τη Γερμανία μέχρι τη Νέα Ζηλανδία. Οι θιασώτες 32ωρου υποστηρίζουν ότι, μεταξύ άλλων, αυτό το μοντέλο θα ενισχύει την παραγωγικότητα, θα ανασχέσει την εκτίναξη των δεικτών ανεργίας μετά την πανδημία και θα συμβάλλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. 

Κοντή γιορτή, η Ισπανία πιθανόν να γίνει μέσα στους επόμενους μήνες μία από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που θα το εφαρμόσει πιλοτικά, σύμφωνα με τον Guardian.

Οι σχετικές συζητήσεις άρχισαν πρόσφατα, κατόπιν πρότασης του μικρού αριστερού κόμματος Más País, αναφέρει. Εντός των επόμενων εβδομάδων αναμένεται νέος γύρος διαβουλεύσεων για το πλαίσιο του πιλοτικού προγράμματος. Ζητούμενο είναι η προοπτική εφαρμογής του από το φθινόπωρο και σε βάθος τριετίας.

Μία υπό εξέταση πρόταση είναι το κόστος της μετάβασης να καλυφθεί στο 100% τον πρώτο χρόνο, στο 50% τον δεύτερο και στο 33% τον τρίτο.

Σύμφωνα, δε, τον Έκτορ Τεχέρο του Más País, στο πρόγραμμα θα μπορούσαν να συμμετέχουν περίπου 200 επιχειρήσεις, με 3.000 έως 6.000 εργαζομένους. «Οι μόνες “κόκκινες γραμμές” μας», τονίζει, «είναι να μην μειωθούν οι μισθοί ή να χαθούν θέσεις εργασίας».

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.