Η σκλήρυνση της στάσης της ΝΔ κατέστη απολύτως σαφής κατά τη διάρκεια της παρέμβασης του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συνεδρίαση της Πολιτικής Επιτροπής του κόμματος. Στη φράση «Δεν θα ανεχθώ να διχάσουμε τους Έλληνες, για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς», δε, που είπε ο πρόεδρος του κόμματος, αποτυπώνεται εν πολλοίς το πνεύμα της τοποθέτησης του κ. Μητσοτάκη.
Είναι σαφές, συνεπώς, μετά και την τοποθέτηση του κ. Μητσοτάκη, ότι η ΝΔ επιμένει στο ότι αυτή τη στιγμή, με τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν μπορεί να υπάρξει λύση στο ονοματολογικό της πΓΔΜ. «Ακόμα και αν ερχόταν κάποια λύση σε αυτό το κλίμα, θα προκαλούσε στο εσωτερικό περισσότερα προβλήματα απ’ ότι θα έλυνε», είπε με νόημα ως προς αυτό ο κ. Μητσοτάκης και προσέθεσε ότι «Η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποια άλλη συγκυρία και αφού η άλλη πλευρά έχει αποδείξει ότι επιζητά πραγματική λύση που θα οδηγεί στην αρμονική συμβίωση των δύο λαών». Τούτων δοθέντων, ο πρόεδρος της ΝΔ έκλεισε σαφώς την πόρτα της συναίνεσης στην κυβέρνηση, καθώς, ως απορρέει από την τοποθέτησή του, για τη ΝΔ δεν υπάρχει αντικείμενο συζήτησης. Μάλιστα, ιδιαίτερη αξία έχει αυτή η αναφορά του προέδρου της ΝΔ και σε μια περίοδο που έξωθεν, όπως μεταδίδεται από αρμόδιες πηγές, υπάρχουν και πιέσεις προς τη μεριά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ώστε να συναινέσει σε τυχόν λύση.
Κάπως έτσι, ενώπιον και των δύο πρώην πρωθυπουργών και προέδρων του κόμματος, Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, αλλά και της υπουργού Εξωτερικών που χειρίστηκε το Βουκουρέστι, Ντόρας Μπακογιάννη-σηματοδοτώντας έτσι την ενότητα της παράταξης σε ό,τι αφορά τον χειρισμό του Σκοπιανού-υπογράμμισε ότι για την αξιωματική αντιπολίτευση «το ζήτημα κλείνει εδώ». «Δεν θα εμπλακούμε στα επικίνδυνα παιχνίδια και στις μεθοδεύσεις της κυβέρνησης», ξεκαθάρισε ο κ. Μητσοτάκης, προσθέτοντας ότι η ΝΔ δεν θα γίνει συνένοχος στους χειρισμούς του πρωθυπουργού.
Η βασική επιδίωξη, όμως, του προέδρου της ΝΔ, πέραν της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης αυτή τη στιγμή, ήταν να επεξηγήσει για ποιον λόγο δεν συντρέχουν σε αυτή την περίοδο οι προϋποθέσεις επίλυσης. Κεντρικός άξονας αυτής της συλλογιστικής, όπως το έθεσε ο κ. Μητσοτάκης, είναι ότι το Μέγαρο Μαξίμου δεν αντιμετωπίζει το κρίσιμο αυτό εθνικό ζήτημα με τη δέουσα σημασία, αλλά αντίθετα το αξιοποιεί εργαλειακά, προκειμένου να προκαλέσει πλήγματα στη ΝΔ. Έτσι, ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι ποτέ δεν προσπάθησε να δημιουργήσει εθνικό μέτωπο για το ζήτημα, όπως προκύπτει και από το έλλειμμα θεσμικής ενημέρωσης για το ζήτημα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι εξ αρχής πρόθεση της κυβέρνησης ήταν να παγιδεύσει την αντιπολίτευση και μετά να τη συκοφαντήσει.
Παράλληλα, πέραν της δομική αποδόμησης των χειρισμών του Μεγάρου Μαξίμου, ο πρόεδρος της ΝΔ επέλεξε να υπογραμμίσει τι θα έπρεπε να έχει γίνει στη διαπραγμάτευση, προκειμένου να υπάρχει περιθώριο εξεύρεσης λύσης. Με δεδομένο το διεθνές περιβάλλον, συνεπώς, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι για την κυβέρνηση ουσιαστικά το κεκτημένο του Βουκουρεστίου θα έπρεπε να είναι η βάση για τη διαπραγματευτική στρατηγική, ώστε εν τέλει να επιτύχει κάτι καλύτερο. «Το 2008, σε μια κρίσιμη συγκυρία, με τις ΗΠΑ να πιέζουν ασφυκτικά, η κυβέρνηση Καραμανλή απέτρεψε την είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ χωρίς επίλυση του ζητήματος της ονομασίας. Πού ήταν αυτοί που σήμερα ζητούν εξηγήσεις; Έγραφαν κείμενα να αναγνωριστούν τα Σκόπια ως Δημοκρατία της Μακεδονίας», ανέφερε ο πρόεδρος της ΝΔ, εν μέσω χειροκροτημάτων από τα στελέχη της ΝΔ. «Όχι μαθήματα από αυτούς που υπονόμευαν τότε τον δικό μας διαπραγματευτικό αγώνα. Χάρη στην απόφαση του Βουκουρεστίου η κυβέρνηση θα μπορούσε σήμερα να διαπραγματεύεται σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες. Αυτή είναι η παρακαταθήκη του Βουκουρεστίου που η κυβέρνηση αδυνατεί να αξιοποιήσει», είπε ακόμα ο κ. Μητσοτάκης. Επιπλέον, ο πρόεδρος της ΝΔ επέλεξε να προτάξει την παράμετρο της άρσης του σκοπιανού αλυτρωτισμού δια της δέσμευσης αναθεώρησης του Συντάγματος της γείτονος ως βασική προϋπόθεση, προκειμένου να εισέλθει στη συνέχεια η συζήτηση στο ονοματολογικό.
Την ίδια ώρα, δε, πέραν της σκληρής γραμμής ενάντια στην κυβέρνηση, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να διαχωρίσει τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό, κάνοντας έτσι άνοιγμα στους πολίτες που συμμετείχαν στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης και προτίθενται παράλληλα να συμμετάσχουν και σε αυτό της Αθήνας. Επέλεξε, συνεπώς, να εμφανιστεί ως πολιτικός που αφουγκράζεται το κοινωνικό αίσθημα. «Η κυβέρνηση σπεύδει να συκοφαντήσει ως εθνικιστή και ακροδεξιό όποιον διαφωνεί», είπε και την κατηγόρησε πως είναι σε αποδρομή με το κοινό αίσθημα. «Οι πολίτες δεν δέχονται να παίζουν με το φιλότιμο και τον πατριωτισμό τους», προσέθεσε ο κ. Μητσοτάκης, λέγοντας, τέλος, ότι η πλειοψηφία των όσων συμμετείχαν στην κινητοποίηση δεν ήταν ακραίοι.