Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν έχει
καταστήσει σαφές εδώ και χρόνια πως δεν θεωρεί εκτός εμβέλειάς του
οποιονδήποτε τομέα στην Τουρκία, πολύ περισσότερο δε την οικονομία.
Ακόμη και πριν επανεκλεγεί τον Ιούνιο με εξουσίες παρόμοιες με
σουλτάνου, είχε βασίσει τη δημοφιλία του στη συνεχή ανάπτυξη της
οικονομίας, τροφοδοτούμενη από μεγάλα έργα υποδομών.
Ωστόσο οι επικριτές του Ερντογάν υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε δημοσιονομικά ελλείμματα, στην ευνοιοκρατία και στη διαφθορά.
Τώρα η χειρότερη κρίση που έχει πλήξει την Τουρκία από το 2001 φέρνει τον Ερντογάν αντιμέτωπο με τα όρια της αυταρχικής προσέγγισής του και ενδεχομένως θα θέσει τέλος στη μακρά σειρά επιτυχιών του. Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Ερντογάν, λένε οικονομικοί αναλυτές. Σχετίζονται, δε, λιγότερο με την αντιπαράθεση του Ερντογάν με τις ΗΠΑ και τον κίνδυνο επιβολής νέων κυρώσεων και περισσότερο με την όλο και βαθύτερη ανάμειξη του Ερντογάν στα οικονομικά της Τουρκίας, καθώς προσπαθεί να προσαρμόσει τη λογική της νομισματικής πολιτικής και των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών στους δικούς του πολιτικούς σκοπούς.
Επιχειρηματικοί ηγέτες προειδοποιούν πως η Τουρκία δεν θα αφήσει πίσω τα προβλήματά της αν δεν εφαρμόσει μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως να επιτρέψει την ελευθερία του Τύπου, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την επιστροφή εξουσιών στο Κοινοβούλιο, που όμως είναι αντίθετες με την πολιτική Ερντογάν.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι στο εσωτερικό. Μόνο τότε θα επιστρέψουν οι επενδυτές», λέει ο Ουμίτ Παμίρ, πρώην πρεσβευτής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν μπορεί πάντοτε να αλλάξει πορεία, αν και κατά πόσον θα το κάνει είναι αβέβαιο. Στο μεσοδιάστημα, τα μέσα που έχει στη διάθεσή του δεν επαρκούν ώστε να αποφύγει η Τουρκία την οικονομική ζημία.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού και η δημοσιονομική λιτότητα θα είναι επίπονες. Θα υπάρξουν χρεοκοπίες», λέει ο Ατίλα Γεσιλάντα, σύμβουλος στην Global Source Partners με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Πολλοί αναλυτές λένε πως καθώς ο Ερντογάν συγκέντρωνε εξουσίες, απομονωνόταν όλο και περισσότερο και περιβαλλόταν από συμβούλους που ενισχύουν τις δικές του απόψεις. Ειδικότερα, ο Ερντογάν επιμένει να ακολουθεί πολιτική χαμηλών επιτοκίων δανεισμού ώστε να μπορεί να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη μέσω του τεράστιου προγράμματος δημοσιονομικής επέκτασης που είναι βασισμένο στην κατασκευαστική βιομηχανία.
Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως πλέον δεν είναι εφικτή η συνέχιση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και πως η τουρκική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση εν μέσω γιγάντωσης των δανείων σε ξένο νόμισμα και ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλό επίπεδο τροφοδοτεί τον πληθωρισμό ο οποίος πλήττει τα οικονομικά των νοικοκυριών. Επί μήνες οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ειδικοί στις επενδύσεις προειδοποιούσαν πως η πολιτική διαχείριση της τουρκικής οικονομίας διώχνει τους ξένους επενδυτές. Ορισμένοι ήλπισαν ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, νέος «τσάρος» της οικονομίας και γαμπρός του Ερντογάν, θα μπορούσε να κάμψει την επιμονή του Ερντογάν στο θέμα των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, αλλά μέχρι σήμερα ο Αλμπαϊράκ δεν έχει καταφέρει πολλά.
Ωστόσο οι επικριτές του Ερντογάν υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό ότι η ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε δημοσιονομικά ελλείμματα, στην ευνοιοκρατία και στη διαφθορά.
Τώρα η χειρότερη κρίση που έχει πλήξει την Τουρκία από το 2001 φέρνει τον Ερντογάν αντιμέτωπο με τα όρια της αυταρχικής προσέγγισής του και ενδεχομένως θα θέσει τέλος στη μακρά σειρά επιτυχιών του. Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον Ερντογάν, λένε οικονομικοί αναλυτές. Σχετίζονται, δε, λιγότερο με την αντιπαράθεση του Ερντογάν με τις ΗΠΑ και τον κίνδυνο επιβολής νέων κυρώσεων και περισσότερο με την όλο και βαθύτερη ανάμειξη του Ερντογάν στα οικονομικά της Τουρκίας, καθώς προσπαθεί να προσαρμόσει τη λογική της νομισματικής πολιτικής και των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών στους δικούς του πολιτικούς σκοπούς.
Επιχειρηματικοί ηγέτες προειδοποιούν πως η Τουρκία δεν θα αφήσει πίσω τα προβλήματά της αν δεν εφαρμόσει μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως να επιτρέψει την ελευθερία του Τύπου, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και την επιστροφή εξουσιών στο Κοινοβούλιο, που όμως είναι αντίθετες με την πολιτική Ερντογάν.
«Πρέπει να κάνουμε κάτι στο εσωτερικό. Μόνο τότε θα επιστρέψουν οι επενδυτές», λέει ο Ουμίτ Παμίρ, πρώην πρεσβευτής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.
Ο Ερντογάν μπορεί πάντοτε να αλλάξει πορεία, αν και κατά πόσον θα το κάνει είναι αβέβαιο. Στο μεσοδιάστημα, τα μέσα που έχει στη διάθεσή του δεν επαρκούν ώστε να αποφύγει η Τουρκία την οικονομική ζημία.
«Οι αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού και η δημοσιονομική λιτότητα θα είναι επίπονες. Θα υπάρξουν χρεοκοπίες», λέει ο Ατίλα Γεσιλάντα, σύμβουλος στην Global Source Partners με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Πολλοί αναλυτές λένε πως καθώς ο Ερντογάν συγκέντρωνε εξουσίες, απομονωνόταν όλο και περισσότερο και περιβαλλόταν από συμβούλους που ενισχύουν τις δικές του απόψεις. Ειδικότερα, ο Ερντογάν επιμένει να ακολουθεί πολιτική χαμηλών επιτοκίων δανεισμού ώστε να μπορεί να δημιουργεί οικονομική ανάπτυξη μέσω του τεράστιου προγράμματος δημοσιονομικής επέκτασης που είναι βασισμένο στην κατασκευαστική βιομηχανία.
Ωστόσο, οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως πλέον δεν είναι εφικτή η συνέχιση της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και πως η τουρκική οικονομία βρίσκεται ήδη σε ύφεση εν μέσω γιγάντωσης των δανείων σε ξένο νόμισμα και ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλό επίπεδο τροφοδοτεί τον πληθωρισμό ο οποίος πλήττει τα οικονομικά των νοικοκυριών. Επί μήνες οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και ειδικοί στις επενδύσεις προειδοποιούσαν πως η πολιτική διαχείριση της τουρκικής οικονομίας διώχνει τους ξένους επενδυτές. Ορισμένοι ήλπισαν ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, νέος «τσάρος» της οικονομίας και γαμπρός του Ερντογάν, θα μπορούσε να κάμψει την επιμονή του Ερντογάν στο θέμα των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού, αλλά μέχρι σήμερα ο Αλμπαϊράκ δεν έχει καταφέρει πολλά.
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου