Τρεις είναι οι πιο συχνές μεταλλάξεις του SARS-CoV-2 στην Ελλάδα, με επικρατέστερη τη βρετανική.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, περισσότερα πάνω από χίλια (1.097) μεταλλαγμένα κρούσματα του κοροναϊού εντοπίστηκαν στη χώρα μας. Ο συνολικός αριθμός τους φτάνει τα 5.462.
Κυριαρχεί κατά 62,3% το βρετανικό στέλεχος, με 950 νέα κρούσματα. Αυξημένος είναι και ο αριθμός της νέας μετάλλαξης του βρετανικού στελέχους (Β.1.1.318), η οποία μπορεί να «ξεφεύγει» από τα αντισώματα του οργανισμού μας, αλλά βρίσκει σθεναρή αντίσταση από τα λευκά αιμοσφαίρια
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Εθνικό Δίκτυο Γονιδιωματικής Επιτήρησης για τις μεταλλάξεις του SARS-CoV-2, από τη γονιδιωματική ανάλυση σε 1.212 επιλεγμένα δείγματα, που αφορούν στην περίοδο από 3 Φεβρουαρίου έως 3 Απριλίου, αναδείχθηκαν συνολικά 957 δείγματα με στελέχη μεταλλάξεων ειδικού ενδιαφέροντος (Variants OfConcern-VOC) και 140 δείγματα με στελέχη υπό διερεύνηση (Variants Under Investigation-VUI).
Από τα 957 δείγματα με στελέχη μεταλλάξεων ειδικού ενδιαφέροντος, τα 950 αφορούσαν τη μετάλλαξη Β.1.1.7/UK lineage (Variant VOC_202012) και 7 αφορούσαν τη μετάλλαξη B.1.351/SouthAfrica (Variant 501.V2), ενώ από τα 140 δείγματα με στελέχη VUI, τα 139 αφορούσαν το στέλεχος B.1.1.318 (Variant_E484K) και 1 αφορούσε το στέλεχος Β.1.1 (Variant_Ε484Κ).
Συνολικά, έχουν ελεγχθεί για μεταλλάξεις στην επικράτεια 7.954 δείγματα από εγχώρια κρούσματα, από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Δικτύου Γονιδιωματικής Επιτήρησης μεταλλάξεων SARS-CoV-2, μέχρι σήμερα.
Επί του συνόλου των ελεγχθέντων για μεταλλάξεις εγχώριων δειγμάτων, οι τρεις πιο συχνές μεταλλάξεις που έχουν απομονωθεί είναι η Β.1.1.7/UK lineage (Variant VOC_202012), με ποσοστό 62,3%,ακολουθούμενη από τη B.1.1.318 (Variant_E484K) με ποσοστό 3,9% και τη B.1.351/South Africa (Variant 501.V2) με ποσοστό 0,8%.
Επιπλέον, έχουν απομονωθεί συνολικά 80 στελέχη με μεταλλάξεις από εισαγόμενα δείγματα, εκ των οποίων 78 αφορούν τη μετάλλαξη Β.1.1.7/UK lineage (Variant VOC_202012) και 2 αφορούν τη μετάλλαξη B.1.351/South Africa (Variant 501.V2).
Μόσιαλος: Η βρετανική παραλλαγή δεν ευθύνεται για μεγαλύτερη θνητότητα
Διευκρινήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της βρετανικής παραλλαγής B.1.1.7 έχει δώσει ο καθηγητής πολιτικής της Υγείας στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.
Ο κ. Μόσιαλος τόνισε, μάλιστα, ότι η παραλλαγή δεν ευθύνεται για πιο σοβαρή ασθένεια ή για μεγαλύτερη θνητότητα.
«Τα εμβόλια μας προστατεύουν έναντι της παραλλαγής B.1.1.7 και η παραλλαγή δεν ευθύνεται για μεγαλύτερη θνητότητα ή πιο δυσμενή συμπτωματολογία», ανέφερε πρόσφατα ο Ηλίας Μόσιαλος.
Και εξήγησε ότι η βρετανική παραλλαγή του κοροναϊού απασχόλησε έντονα τους επιστήμονες, λόγω των πιθανών επιπλοκών που μπορεί να προκαλέσει σε όσους νοσούν, αλλά και στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
«Θα σταθώ κυρίως σε δύο πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύθηκαν στο Lancet Infectious Diseases και στο Lancet Public Health», είπε και εξήγησε ότι και στις δύο δημοσιεύσεις, αντίστοιχα, αναφέρεται ότι η παραλλαγή B.1.1.7 δεν συνδέεται με πιο σοβαρή ασθένεια ή αυξημένη θνητότητα και ότι ο ιός δεν προκαλεί διαφορετικά (ή υψηλότερο αριθμό) συμπτωμάτων μεταξύ αυτών που έχουν μολυνθεί, σε σύγκριση με προηγούμενα στελέχη SARS-CoV-2».
Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά «έρχονται σε αντίθεση», τόνισε ο κ. Μόσιαλος, «με μια άλλη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα στο Nature, όπου η παραλλαγή B.1.1.7 συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με άλλες παραλλαγές».
Γιατί υπάρχει αντίφαση μεταξύ των μελετών;
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Lancet Infectious Diseases, εξήγησε ο Ηλίας Μόσιαλος, «οι επιστήμονες ανέλυσαν το γονιδίωμα – τη γενετική αλληλουχία του ιού – σε δείγματα από 341 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο που είχαν θετικό μοριακό τεστ, μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2020 (στην αρχή της εξάπλωσης της νέας τότε παραλλαγής). Περίπου το 58% αυτών των ανθρώπων είχαν κολλήσει Β.1.1.7».
Ειδικότερα, οι ερευνητές συνέκριναν τη σοβαρότητα της νόσου τους, με εκείνη των ανθρώπων που είχαν μολυνθεί με το άλλο κοινό στέλεχος του ιού που κυκλοφορούσε, το D614G, και δεν βρήκαν σημαντικές διαφορές. Περίπου το 36% αυτών με Β.1.1.7 αρρώστησαν σοβαρά, σε σύγκριση με το 38% αυτών που είχαν κολλήσει το άλλο στέλεχος. «Επιπλέον», τόνισε, «δεν βρέθηκαν διαφορές στη θνητότητα, ούτε συσχέτιση μεταξύ της σοβαρότητας της νόσου με την παραλλαγή μετά την προσαρμογή για άλλους παράγοντες (όπως ηλικία, εθνικότητα και άλλες συνθήκες). Διαπιστώθηκε όμως ότι τα άτομα που είχαν μολυνθεί με Β.1.1.7 είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν υψηλότερο ιικό φορτίο στα ρινοφαρυγγικά δείγματα, σε σχέση με όσους είχαν μολυνθεί με την προηγούμενη παραλλαγή. Αυτό συμβαδίζει και με τις μελέτες και τις αναφορές φορέων του βρετανικού συστήματος υγείας, που έδειχναν πως η B.1.1.7 είναι πιο μεταδοτική από τις προηγούμενες παραλλαγές/στελέχη του ιού».
Από την άλλη πλευρά, η μελέτη στο Lancet Public Health «διαπίστωσε επίσης ότι η Β.1.1.7 συνδέεται με αυξημένη πιθανότητα μετάδοσης, δηλαδή υψηλότερο ρυθμό μετάδοσης κατά 35% σε σύγκριση με το προηγουμένως στέλεχος. Αυτή η έρευνα», διευκρίνισε ο κ. Μόσιαλος, «βασίστηκε σε δεδομένα που προέρχονταν από 36.000 συμμετέχοντες στη μελέτη COVID Symptom Study. Πρόκειται για μια έρευνα όπου περίπου 4 εκατομμύρια άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιούν μια εφαρμογή στο κινητό και καταγράφουν καθημερινά πώς αισθάνονται και τυχόν συμπτώματα που μπορεί να βιώσουν, καθώς και τα αποτελέσματα τεστ για COVID-19 που έχουν κάνει. Οι ερευνητές συνδύασαν αυτά τα αυτό-αναφερόμενα δεδομένα με γονιδιωματικά δεδομένα από την κοινοπραξία COVID-19 Genomics UK (που αναλύει το γονιδίωμα του ιού σε τυχαία θετικά δείγματα μοριακών τεστ στο Ηνωμένο Βασίλειο, για λόγους επιδημιολογικής επιτήρησης). Αυτό έδωσε στους επιστήμονες μια βάση για την αξιολόγηση του κατά πόσον τα άτομα που πιθανότατα είχαν μολυνθεί με Β.1.1.7 εμφάνισαν διαφορετικά συμπτώματα ή ασθένειες, από αυτά που είχαν μολυνθεί με άλλες παραλλαγές του ιού».
Και κατέληξε πως η μελέτη αναφέρει ότι «δεν βρέθηκαν διαφορές στον τύπο των συμπτωμάτων που παρατηρήθηκαν ή στον συνολικό αριθμό των συμπτωμάτων μεταξύ των ατόμων με Β.1.1.7. Το άλλο σημαντικό σημείο όμως ήταν πως διερευνήθηκε εάν η έκθεση στην παραλλαγή Β.1.1.7 θα οδηγούσε σε επαναλοίμωξη, είτε για όσους είχαν αναρρώσει μετά από λοίμωξη με το προηγούμενο στέλεχος, είτε για όσους εμβολιάστηκαν κατά της νόσου».
Εξετάστηκαν συγκεκριμένα όσοι ανέφεραν δύο θετικά τεστ COVID-19 εντός 90 ημερών, και διαπίστωσαν ότι ο ρυθμός επαναμόλυνσης ήταν χαμηλός, συμπεριλαμβανομένων συμμετεχόντων από περιοχές με κυριαρχία B.1.1.7.
«Αυτό υποδηλώνει ότι η παραλλαγή Β.1.1.7 δεν οδηγεί σε αυξημένη επαναλοίμωξη», επεσήμανε ο Ηλίας Μόσιαλος, προσθέτοντας ότι υποδηλώνει επίσης πως τα εμβόλια που αναπτύχθηκαν έναντι προηγούμενων παραλλαγών «θα είναι προστατευτικά έναντι της παραλλαγής B.1.1.7».
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσίευση σχολίου