H ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων είχε μια κεντρική στόχευση και έγινε σε μια ενδιαφέρουσα συγκυρία: αποσκοπούσε στο να λειτουργήσει ως αφετηρία για μια νέα σχέση μεταξύ των εργοδοτών και μιας επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ, σε ένα χρονικό σημείο, όπου δεν απέχουμε και τόσο πολύ από τις εκλογές, είτε αυτές γίνουν το 2018 είτε το 2019.
Aυτή η νέα σχέση που περιέγραψε ο κ. Μητσοτάκης στο θεσμικό ακροατήριο έχει δύο πυλώνες. Ο πρώτος σχετίζεται με το τι θα κάνει η ΝΔ για την οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος της ΝΔ επανέλαβε τις ανειλημμένες δεσμεύσεις του για μείωση των φόρων και των εισφορών, αλλά και την ελάφρυνση του μη μισθολογικού κόστους ευρύτερα, για μείωση του κρατικού αποτυπώματος στην οικονομία, για παρεμβάσεις στον χωροταξικό σχεδιασμό και στην ταχύτητα της απονομής δικαιοσύνης. Με άλλα λόγια, περιέγραψε το δικό του προγραμματικό πλαίσιο ως προς τις ενέργειες μιας επόμενης κυβέρνησης της ΝΔ για την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, αλλά και για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και κεφαλαίων. Ο δεύτερος πυλώνας, όμως, και πιο ενδιαφέρων εν προκειμένω, έχει να κάνει με το τι ζήτησε ο πρόεδρος της ΝΔ από την επιχειρηματική κοινότητα, στο πλαίσιο μιας νέας «συμφωνίας αλήθειας». 
«Δεσμεύομαι ότι θα μειώσω τους φόρους και τις εισφορές, θα απλοποιήσω δραστικά το επιχειρηματικό περιβάλλον, θα διευκολύνω τη ρευστότητα. Αλλά και εσείς, θα πρέπει να δεσμευθείτε ότι θα επενδύσετε στη χώρα μας, θα πληρώνετε τους φόρους και τις εισφορές, θα προστατεύετε το περιβάλλον, θα πραγματοποιείτε περισσότερες και ουσιαστικότερες δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Και κυρίως, θα προσέχετε τους εργαζομένους σας και θα τους κάνετε συμμέτοχους στην επιτυχία της επιχείρησής σας», υπογράμμισε ο κ. Μητσοτάκης, κωδικοποιώντας το τι θα κάνει η κάθε πλευρά σε αυτή τη νέα, αμοιβαία σχέση. 
Μάλιστα, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση επιδιώκει να επιδοθεί σε παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας με την επίκληση των συμφερόντων των εργαζομένων, ο πρόεδρος της ΝΔ επεχείρησε μια ιδιότυπη ρελάνς, βάζοντας τους εργαζομένους στο επίκεντρο του μηνύματος που απηύθυνε προς την επιχειρηματική κοινότητα. «θέμιτες πρακτικές, όπως η αδήλωτη ή ανασφάλιστη εργασία, δεν χωρούν. Ανήθικες εργοδοτικές μεθοδεύσεις, όπως η συμπίεση μισθού με την απειλή απόλυσης, είναι αδιανόητες. Καθυστερήσεις δεδουλευμένων ή απασχόληση πέραν του νόμιμου ωραρίου, δεν συγχωρούνται. Μη τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφάλειας στον χώρο εργασίας, απλά δεν επιτρέπεται», επέμεινε ο κ. Μητσοτάκης. Εμφανίστηκε, δε, ανοιχτός, εφόσον οι επιχειρήσεις παρέχουν διάφορα κίνητρα ή επιβραβεύσεις σε εργαζομένους, όπως πρόσληψη νέων συνεργατών, δικαίωμα αγοράς μετοχών, ιδιωτική ασφάλεια υγείας ή κάρτες μετακινήσεων για τα Μέσα Μεταφοράς, μια κυβέρνηση της ΝΔ να πριμοδοτήσει αυτές τις κινήσεις είτε μέσω φοροαπαλλαγών είτε μέσω εκπτώσεων φόρων. 
Όσο για τα εργασιακά, σε μια περίοδο που η κυβέρνηση σηκώνει ψηλά και αυτό το ζήτημα, ο πρόεδρος της ΝΔ εμφανίστηκε θετικός σε «λελογισμένη» αύξηση του κατώτατου μισθού, μετά από συμφωνία με τους κοινωνικούς εταίρους, όμως, έτσι ώστε η όποια λύση να είναι «win win», δηλαδή και υπέρ του εισοδήματος των εργαζομένων και όχι ενάντια στη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Για τις συλλογικές συμβάσεις, τέλος, ο πρόεδρος της ΝΔ εμφανίστηκε αρνητικός στην επαναφορά τριών χαρακτηριστικών: της άνευ προϋποθέσεων επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων σε όλο το εύρος της οικονομίας, της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και της αρχής της καθολικής υπερίσχυσης των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών.
Τούτων δοθέντων, ο πρόεδρος της ΝΔ επεχείρησε να κινηθεί σε ένα δίπτυχο: αφενός, να εμφανιστεί ως ένας αξιόπιστος πολιτικός που μιλά στη γλώσσα που καταλαβαίνει καλά η αγορά, αφετέρου να υπογραμμίσει ότι οι εργαζόμενοι είναι στον πυρήνα του προγράμματος της ΝΔ, στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα προς την επιχειρηματική κοινότητα, όπως και για τα ζητήματα της φορολογικής συμμόρφωσης.