Η μάρτυρας εξέτασε 109 εργαστηριακά πειστήρια (κάλτσες, παπούτσια, προφυλακτικά, εσώρουχα), στα οποία εντοπίστηκε DNA, που ανήκει στους δύο κατηγορούμενους και την άτυχη φοιτήτρια.
Κηλίδες αίματος βρέθηκαν σε πόμολα, έπιπλα, σεντόνι, στην είσοδο του μπάνιου, σε σφουγγαρίστρα ακόμα και στο ταβάνι του εξοχικού του Μ.Κ αλλά και στο αυτοκίνητο με το οποίο η Ελένη Τοπαλούδη μεταφέρθηκε σε βραχώδη περιοχή. Το εργαστηριακό αποτέλεσμα φανερώνει την προσπάθεια της φοιτήτριας να αμυνθεί και τη βία που υπέστη.

Νέο σόου από τον Μ.Κ – Εμφανίστηκε ξυπόλητος και φώναζε «είμαι δικηγόρος»

Συνεχίζει τους ακατάληπτους μονολόγους ο κατηγορούμενος Μ.Κ., ο οποίος εμφανίστηκε στη δικαστική αίθουσα στις 12:40 το μεσημέρι και μετά την κατάθεση της βιοχημικού της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών.
Ο Μ.Κ. μπήκε στην αίθουσα ξυπόλητος με αστυνομική συνοδεία και κάθισε δίπλα στον συγκατηγορούμενό του Α.Λ. που ήταν από το πρωί στη δικαστική αίθουσα. Άρχισε να μιλάει δυνατά και όταν η πρόεδρος του είπε «ηρεμήστε κύριε κατηγορούμενε», απάντησε «δεν είμαι κατηγορούμενος, είμαι δικηγόρος».
Η έδρα φώναξε τη μάρτυρα Μαριάνθη Κούκουραγιαγιά του 23χρονου, και τότε ο κατηγορούμενος φώναξε «είναι άκυρη η μάρτυρας, να μη μιλήσει καθόλου, εγώ είμαι δικηγόρος». Παρά τις εκκλήσεις της έδρας να ηρεμήσει, ο κατηγορούμενος συνέχιζε να μιλάει ακατάληπτα, με αποτέλεσμα η πρόεδρος να ζητήσει να αποχωρήσει από την αίθουσα, αστυνομική συνοδεία, μέχρι να ηρεμήσει. «Θα βγω έξω όταν θέλω εγώ. Να τελειώσει η δική και θα φύγω. Είμαι αθώος και με βγάζετε έξω», έλεγε ο κατηγορούμενος την ώρα που οδηγούνταν έξω.
Ο κατηγορούμενος ανάλογα είχε πράξει και στην προηγούμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου, όταν ζήτησε να μην εκπροσωπείται από τους δικηγόρους του, είπε ότι είχε καταναλώσει ναρκωτικές ουσίες και φώναζε «δεν είμαι βιαστής ούτε δολοφόνος» και «την Ελένη εγώ την έκλαψα».

Η κατάθεση της γιαγιάς του κατηγορούμενου 

Η Μαριάνθη Κούκουρα γιαγιά του 23χρονου κατηγορούμενο, που βρισκόταν στον κάτω όροφο του εξοχικού το βράδυ του εγκλήματος, ισχυρίστηκε στην κατάθεσή της ότι βρισκόταν στην τουαλέτα όταν άκουσε ένα αυτοκίνητο και στη συνέχεια τη φωνή του εγγονού της Μ.Κ. να φωνάζει «Αλέκο, Αλέκο» (σ.σ. το όνομα του συγκατηγορουμένου του) και τη φωνή μιας κοπέλας. «Άκουσα γέλια όταν ανέβαιναν στις σκάλες. Μετά έκλεισε η πόρτα και δεν άκουσα ξανά τίποτα. Πήγα για ύπνο. Μακάρι να είχα ακούσει».