Επιμέλεια: Μιχάλης Λαγάνης

Σε μια έρευνα διάρκειας ενός έτους από το BuzzFeedNews και τη Διεθνή Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), οι δημοσιογράφοι εξέτασαν περίπου 2.100 Aναφορές Ύποπτων Δραστηριοτήτων ή SAR, τις οποίες τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταθέτουν στο Δίκτυο Αντιμετώπισης Χρηματοοικονομικών Εγκλημάτων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ (FinCEN) όταν εντοπίζουν πιθανό ξέπλυμα χρήματος και άλλες ανάρμοστες πρακτικές.

Ενώ ο αριθμός των SAR οι οποίες εξετάστηκαν από τους δημοσιογράφους επισκιάζει κατά κράτος οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σε τέτοιου είδους εμπιστευτικά έγγραφα, εξακολουθεί να αποτελεί μόνον ένα μικρό κλάσμα - μόλις το 0,02% - των περίπου 12 εκατομμυρίων SAR οι οποίες οποία κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, κυρίως από το 2011 έως το 2017.

Επί της ουσίας  πρόκειται για ένα πάρα πολύ μικρό κομμάτι από την «πίτα» αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που ξεπλένουν οι εγκληματικές οργανώσεις μέσω απόλυτα «νόμιμων» διαδικασιών με διαμεσολαβητές ορισμένους από τους μεγαλύτερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς στον κόσμο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται οι Deutsche Bank, Barclays, Citibank. HSBC, JP Morgan και άλλοι «θεμελιώδεις πυλώνες» της παγκόσμιας οικονομίας. 

Συγκεκριμένα, η δημοσιογραφική έρευνα η οποία στηρίχθηκε κατά βάση σε απόρρητη έκθεση που συντάχθηκε το 2016 για λογαριασμό του Κογκρέσου, αποκαλύπτει ότι μέσω των τραπ[εζικών διακλαδώσεων των μεγαλύτερων τραπεζικών οργανισμών στον κόσμο διακινήθηκαν περίπου 2 τρικσεκατομμύρια δολάρια, εκ των οποίων το ποσό του 1,3 τρις από την Deutsche Bank, η οποία φέρεται να είναι και ο πιο εκτεθειμένος,στο σκάνδαλο του «ξεπλύματος μαύρου χρήματος, τραπεζικός οργανισμός .

Το πιο ενδιαφέρον συνολικά από τις αποκαλύψεις της παγκόσμιας δημοσιογραφικής έρευνας είναι πως οι συγκεκριμένες τράπεζες όχι μόνο παραδέχονται την εμπλοκή τους στο σκάνδαλο, αλλά επιχειρούν να απολογηθούν ισχυριζόμενες ότι οι υποθέσεις στις οποίες φέρονται να είναι άμεσα εμπλεκόμενες και αφορούν το «ξέπλυμα» δισεκατομμυρίων δολαρίων από τις παράνομες δραστηριότητες των χειρότερων εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων στον κόσμο, είναι «αμαρτίες παλιές» από τις οποίες διδάχθηκαν, ενισχύοντας παράλληλα τους ελεγκτικούς τους μηχανισμούς.

Όμως, όπως κυνικά παραδέχονται οι διοικήσεις των τραπεζικών «κολοσσών» το παγκόσμιο οργανωμένο έγκλημα πάντοτε θα βρίσκει τρόπο να ξεφεύγει απο τους ελεγκτικούς οργανισμούς, είτε με φαινομενικά νόμιμες διαδικασίες - δηλαδή μέσω μεσαζόντων «υπεράνω υποψίας»  που καταθέτουν σε προσωπικούς τους λογαριασμούς τα κέρδη των εγκληματικών οιργανώσεων, καθώς και βρίσκοντας διάφορες «κερκόπορτες» μέσα στο δαιδαλώδες πάγκοσμιο χρηματοπιστωτικό ιστό.  

Έχει όμως ενδιαφέρον να δούμε περιληπτικά ποιες ήταν οι απαντήσεις των διοικήσεων ορισμένων εκ των τραπεζικών «κολοσσών» που φέρονται εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο.

Deutsche Bank

«Αυτή δεν είναι νέα πληροφορία για εμάς ή για τις ρυθμιστικές αρχές μας. Τα παρουσιαζόμενα ζητήματα που σχετίζονται με την Deutsche Bank χρονολογούνται από τα έτη πριν από το 2016, εμείς οι ίδιοι τα αναφέραμε στις ρυθμιστικές αρχές και  έχουν αναφερθεί σε μεγαλύτερο μέρος από τα ΜΜΕ. Αναγνωρίσαμε τις προηγούμενες αδυναμίες στο περιβάλλον ελέγχου μας, ζητήσαμε συγνώμη για αυτό και αποδεχτήκαμε τα αντίστοιχα πρόστιμα. Το πιο σημαντικό: μάθαμε από τα λάθη μας, αντιμετωπίσαμε συστηματικά τα ζητήματα και κάναμε αλλαγές στην περίμετρο της επιχείρησής μας, στους ελέγχους μας και στο προσωπικό μας. Πολλά από αυτά τα ιστορικά ζητήματα σχετίζονται με διευθετήσεις όπου οι ρυθμιστικές αρχές και οι αρχές επαίνεσαν δημόσια τη συνεργασία και την αποκατάσταση της τράπεζας. Έχουμε εμπλακεί σε πειθαρχικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένων και σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, όταν το δικαιολογούν τα γεγονότα. Εργαστήκαμε και εξακολουθούσαμε να δουλεύουμε εποικοδομητικά με τις αρχές. Έχουμε επενδύσει σχεδόν 1 δισεκατομμύριο δολάρια σε βελτιωμένους ελέγχους, εκπαιδεύσεις και επιχειρησιακές διαδικασίες και έχουμε αυξήσει την ομάδα μας κατά του οικονομικού εγκλήματος σε πάνω από 1.500 άτομα. Σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να αυξάνουμε περαιτέρω αυτόν τον αριθμό. Είμαστε μια διαφορετική τράπεζα τώρα.»

HSBC

«Δεν σχολιάζουμε αναφορές ύποπτης δραστηριότητας. Όλες οι πληροφορίες που παρέχονται από το ICIJ είναι ιστορικές και προηγούνται της σύναψης της Συμφωνίας Αναβαλλόμενης Εισαγγελίας (DPA,) το 2017. Ξεκινώντας το 2012, η ​​HSBC ξεκίνησε ένα πολυετές ταξίδι για να αναθεωρήσει την ικανότητά της να καταπολεμά το οικονομικό έγκλημα σε περισσότερες από 60 δικαιοδοσίες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Παρατηρητής εκπλήρωσε τον ρόλο του για τον εντοπισμό ζητημάτων και την υποβολή συστάσεων για βελτίωση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η HSBC έγινε ασφαλέστερη τράπεζα κάθε χρόνο ως αποτέλεσμα των προσπαθειών της Τράπεζας. Στο τέλος του 2017, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού έλαβε όλες τις εκθέσεις του Monitor, αποφάσισε ότι η HSBC εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις της βάσει του DPA. Η HSBC είναι ένα πολύ πιο ασφαλές ίδρυμα από ό, τι ήταν το 2012». 

CITIBANK

«Σύμφωνα με τη δέσμευσή μας να προστατεύσουμε την ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η Citi είναι επιμελής στην υποβολή αναφορών ύποπτης δραστηριότητας στις ΗΠΑ και το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών όταν χρειάζεται. Δεδομένου του εμπιστευτικού χαρακτήρα αυτών των αναφορών, δεν σχολιάζουμε ούτε επιβεβαιώνουμε καμία συγκεκριμένη αναφορά ή συναλλαγή».

Barclays

«Το οικονομικό έγκλημα είναι, από τη φύση του, περίπλοκο και δύσκολο να εντοπιστεί. Αναλύουμε πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες και τις δραστηριότητές τους με την πάροδο του χρόνου. Η εγκληματική δραστηριότητα που μπορεί να φαίνεται προφανής εκ των υστέρων συχνά αποκαλύπτεται μόνο ως αποτέλεσμα προσεκτικής συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων μετά την εμφάνιση του εν λόγω συμβάντος ή μετά την υποβολή SAR.» 

Καταλήγοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένες από τις διοικήσεις τραπεζικών οργανισμών που εμπλέκονται στο σκάνδαλο, όπως η American Express, η Bank of America και η First Republic Bank, είτε δεν απάντησαν στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων-ερευνητών, είτε επικαλέστηκαν τον Ομοσπονδιακό νόμο των ΗΠΑ που απογορεύει τη δημοσιοποίηση στοιχείων τραπεζικών συναλλαγών φυσικών και νομικών προσώπων.