Νεκρός έπεσε εχθές αργά το απόγευμα ο Βασίλης Στεφανάκος. Ο αρχηγός της Greek Mafia, δέχθηκε μαζικά πυρά από καλάσνικοφ στο Χαϊδάρι, ενώ βρισκόταν στο θωρακισμένο αμάξι του, με την αστυνομία να κάνει λόγο για το πιο ακριβό «συμβόλαιο θανάτου» στη νύχτα.


Οι εκτελεστές έστησαν ενέδρα στον Βασίλη Στεφανάκο έξω από το γραφείο του χρησιμοποιώντας κλεμμένη μηχανή.


Με τα έως τώρα στοιχεία, πιθανολογείται ότι την ώρα που βγήκε από το κτήριο, με τον συνοδό του πιο πίσω, δόθηκε σήμα στους δύο εκτελεστές, οι οποίοι περίμεναν σε μικρή απόσταση, σε μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού και καθώς μπήκε στο αυτοκίνητο του, μάρκας BMW σειράς «5», κινήθηκαν με ταχύτητα, ο συνεπιβάτης της μηχανής άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και τον «γάζωσε» με το καλάσνικοφ.


Ο συνοδός του 57χρονου δεν είχε προλάβει να πλησιάσει. Αμέσως μετά οι δράστες της δολοφονίας ανέπτυξαν ταχύτητα και εξαφανίστηκαν.


Οι δράστες είχαν στήσει ενέδρα στον Στεφανάκο έξω από το κτίριο που παλιότερα χρησιμοποιούσε ως έκθεση αυτοκινήτων, στην λεωφόρο Αθηνών 302 και τώρα διατηρούσε ζαχαροπλαστείο στο ισόγειο και χρησιμοποιούσε ως γραφεία εταιρείας με υγραέριο τον πρώτο όροφο.


Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των αξιωματικών της Ασφάλειας Αττικής, οι εκτελεστές ήταν ολόκληρη ομάδα και πιθανολογείται ότι εκτός από τους δύο φυσικούς αυτουργούς της δολοφονίας, υπήρχαν και άλλα άτομα ως ομάδα υποστήριξης που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του στόχου τους.

Ανθρωποκυνηγητό για τους δράστες


Μαρτυρίες αναφέρουν ότι ο εκτελεστής είχε καλυμμένο το πολεμικό καλάσνικοφ μέσα σε θήκη κιθάρας.


Οι δύο δράστες, επέβαιναν σε μοτοσυκλέτα μάρκας Triumph Tiger, η οποία είχε κλαπεί τον περασμένο Δεκέμβριο από την περιοχή της Ηλιούπολης.


Όταν ο Βασίλης Στεφανάκος έκατσε στη θέση του οδηγού, σχεδόν ταυτόχρονα ο εκτελεστής άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού πριν αυτή κλειδώσει και πυροβόλησε τον στόχο του τουλάχιστον 22 φορές με το πολεμικό καλάσνικοφ που νωρίτερα είχε βγάλει από την θήκη της κιθάρας που ήταν κρυμμένο.


Στη συνέχεια επιβιβάστηκε στην μοτοσυκλέτα που οδηγούσε συνεργός του και τράπηκαν σε φυγή αναπτύσσοντας ταχύτητα προς την περιοχή του Ασπροπύργου. Ο θάνατος του Βασίλη Στεφανάκου ήταν ακαριαίος. Οι αξιωματικοί του τμήματος Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής επιχείρησαν να συλλέξουν μαρτυρίες και στοιχεία, όπως και υλικό από κάμερες ασφαλείας, που θα βοηθήσουν τις έρευνες, ενώ οι κάλυκες του πολεμικού όπλου μεταφέρθηκαν στα εγκληματολογικά εργαστήρια για βαλλιστικές εξετάσεις. Την ώρα της δολοφονίας, στο εσωτερικό της επιχείρησης και στο σπίτι βρίσκονταν η σύζυγος και ο αδερφός του θύματος, ενώ αργότερα, φίλοι του θύματος κινήθηκαν απειλητικά εναντίον δημοσιογράφων και τηλεοπτικών συνεργείων.


Ο Στεφανάκος, ο οποίος χαρακτηριζόταν από την Αστυνομία ως «ο νονός των νονών» στο χώρο του υποκόσμου, είχε καταδικαστεί σε 21 χρόνια κάθειρξη για ηθική αυτουργία σε δολοφονίες το 2008 και άλλα 14,5 χρόνια για προστασίες λαθρεμπόριο καυσίμων και άλλες εγκληματικές πράξεις το 2006 και αποφυλακίστηκε αφού εξέτισε ποινή εννέα ετών.


Οι κατηγορίες που οδήγησαν στη σύλληψη Στεφανάκου


H μεγαλύτερη υπόθεση εξάρθρωσης εκβιαστών που είχε απασχολήσει ποτέ την Ελληνική Αστυνομία εκτυλίχθηκε το 2002 με 44 συλλήψεις και ανάμεσά τους «μεγάλα κεφάλια». Στην υπόθεση αυτή ο Βασίλης Στεφανάκος θεωρήθηκε από την αστυνομία ο «βασιλιάς» των κυκλωμάτων εκβιαστών, ο οποίος σύμφωνα με τις Αρχές, μετά το ξεκαθάρισμα μεταξύ αντιπάλων ομάδων το καλοκαίρι του 2000 κατάφερε, με συνεργασίες, και πληρωμές, να ελέγξει σχεδόν ολόκληρο το Λεκανοπέδιο.


Στην ογκωδέστατη δικογραφία που συντάχθηκε από το Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών περιγραφόταν η δράση των κυκλωμάτων εκβιαστών και μια σειρά από παράνομες ενέργειες, με κάθε λεπτομέρεια. Με συγκεκριμένες περιγραφές για λαθρεμπορία τσιγάρων και καυσίμων, σε εκβιασμούς καταστηματαρχών, σε συναλλαγές μεταξύ διαφόρων ομάδων εκβιασμών, σε ανθρωποκτονίες, σε απειλές και εκβιασμούς, σε πράξεις αντεκδίκησης, σε ξέπλυμα χρήματος. Αυτή η δικογραφία περιέγραφε όσο πιο γλαφυρά γινόταν ολόκληρο τον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος και τον τρόπο που λειτουργεί.


Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιείχε η τότε δικογραφία, ανακατατάξεις στο χώρο των «νονών» της νύχτας έγιναν στις αρχές του 2000, όταν ως αρχηγός της ομάδας εκβιαστών, που δραστηριοποιούνταν στις περιοχές Ελευσίνας, Ασπροπύργου, Χαϊδαρίου, Περιστερίου και Πειραιά ανέλαβε ο Βασίλης Στεφανάκος, ο οποίος φέρεται να «κληρονόμησε» την αρχηγία μετά τη δολοφονία του Θ.Π στις αρχές του 2000.


Σύντομα και έπειτα από μια σειρά δολοφονιών το καλοκαίρι του 2000, η ομάδα Στεφανάκου κατέκτησε ηγετική θέση στο χώρο της νύχτας, συνεργαζόμενη με άλλες ομάδες εκβιαστών. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στη δικογραφία, ο Α.Κ αρχηγός άλλης ομάδας εκβιαστών, εισέπραττε 1,2 εκατομμύρια δρχ. το μήνα για να αφήνει ανενόχλητη την ομάδα Στεφανάκου. Αναφέρεται επίσης συνεργασία με την ομάδα του Γιώργου Τσακογιάννη, από την οποία η ομάδα Στεφανάκου φέρεται να αγόραζε όπλα, στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας.


Τα περιστατικά που καταδεικνύουν το πόσο αδίστακτοι ήταν οι κατηγορούμενοι στη συγκεκριμένη υπόθεση είναι πολλά.


Σε εκείνη τη δικογραφία περιγραφεται περιστατικό τον Σεπτέμβριο του 2001 σε καφετέρια στην παραλία της Ελευσίνας, όπου ο Ι.Σ απείλησε με όπλο αστυφύλακα, διότι ο τελευταίος απλώς κοίταξε προς το μέρος του. O αστυνομικός ειδοποίησε συναδέλφους του αλλά οι δράστες πρόλαβαν να φύγουν προτού το περιπολικό φθάσει στο σημείο.


Τον Αύγουστο του 2001, μέλη της ομάδας εκβιαστών επισκέφθηκαν μπαρ στο Δάσος Χαϊδαρίου. O πορτιέρης του καταστήματος παρενόχλησε τη φίλη του Α.Λ και τότε αυτός του επιτέθηκε, τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο και στο σώμα και στη συνέχεια, για εξευτελισμό, τον έγδυσε.


Με κάθε λεπτομέρεια περιγράφεται στη δικογραφία το λαθρεμπόριο τσιγάρων από τα μέλη της ομάδας Στεφανάκου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η εκφόρτωση των λαθραίων τσιγάρων γινόταν τέσσερις φορές την εβδομάδα από κάποιο μεγάλο πλοίο, το οποίο προερχόταν συνήθως από την Κύπρο. Το πλοίο αγκυροβολούσε στα ανοιχτά και τα τσιγάρα φορτώνονταν σε μεγάλες φουσκωτές λάντζες, ιδιοκτησίας του Βασίλη Στεφανάκου. Στη συνέχεια, μεταφερόταν σε προκαθορισμένα σημεία, όπως οι παραλίες Ασπροπύργου, Ελευσίνας, Λουτρόπυργου, Λάκκας Καλογήρων στα Μέγαρα ή σε κάποιο εγκαταλελειμμένο πλοίο στον Ασπρόπυργο.


Στη συνέχεια, τα τσιγάρα φορτώνονταν σε φορτηγά. Στην τότε δικογραφία περιγράφονταν και απίστευτα περιστατικά με εμπλοκή αστυνομικών. Για παράδειγμα στα δικόγραφα γίνεται αναφορά ότι για να διασφαλισθεί πως η φόρτωση των τσιγάρων θα γινόταν χωρίς «ενοχλήσεις», συχνά ο κατηγορούμενος αστυνομικός στην υπόθεση, μετέβαινε στο σημείο με περιπολικό και τοποθετούσε στον χώρο αστυνομική ταινία, για να απομακρυνθούν τυχόν ευρισκόμενοι εκεί και να αποτραπεί η παρουσία άλλων.


Αναφέρεται επίσης πως ο Στεφανάκος είχε δωρίσει σε λιμενικό ένα πολυτελές Μερσέντες καμπριολέ, το οποίο έπειτα από λίγο καιρό αντάλλαξε με τζιπ της ίδιας μάρκας. Επιπλέον, υπάρχει μαρτυρία για παραλαβή από αστυνομικό μεγάλων χρηματικών ποσών από τον Στεφανάκο. Τα κέρδη από κάθε παράνομο φορτίο τσιγάρων ξεπερνούσαν τα 30 εκατομμύρια δρχ. O Βασίλης Στεφανάκος φέρεται να είχε πει, μιλώντας στα μέλη της ομάδας του σε περίπτωση που γίνονταν αντιληπτοί: «Ρίξτε στο ψαχνό, εμείς φυλακή δεν πάμε».


Την ώρα της σύλληψης στον Στεφανάκο βρέθηκαν δύο πιστόλια έτοιμα για χρήση, μία χειροβομβίδα, τριάντα εννιά σφαίρες, σακουλάκι με μικροποσότητα κοκαΐνης, έξι κινητά, δύο σουγιάδες, 640 ευρώ και πλαστή ταυτότητα φίλου του στην οποία είχε βάλει τη φωτογραφία του. Στις έρευνες στα σπίτια-κρησφύγετά του (Χαϊδάρι, Πεντέλη, Καλλιθέα, Ασπρόπυργο, Ναύπλιο, Βοιωτία), στα καταστήματά του και στο σταθμευμένο γιοτ του σε οικόπεδο σε νταμάρι στο Χαϊδάρι βρέθηκαν ακόμα: τρία αυτόματα Kalasnikov, δύο πολεμικά τουφέκια (το ένα με διόπτρα), μια καραμπίνα, ένας σιγαστήρας και 360 σφαίρες.


 

Δημοσίευση σχολίου

Από το Blogger.